Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δελτίο το [δeltío] Ο39 : I1. μικρό κομμάτι χαρτιού ορισμένων διαστάσεων στο οποίο σημειώνονται διάφορες πληροφορίες με σκοπό να ταξινομηθούν: ~ βιβλιογραφικό. || μικρό έντυπο κομμάτι χαρτιού ως απόδειξη που βεβαιώνει κάποιο δικαίωμα του κατόχου: ~ αποσκευών / επιβιβάσεως / εισόδου / εξόδου. || ~ ταυτότητας*. 2. περιορισμός στην αγορά ή στην κατανάλωση ενός προϊόντος, συνήθ. με την έκδοση ενός ειδικού κουπονιού: Tο ενεργειακό πρόβλημα ανάγκασε την κυβέρνηση να εφαρμόσει ~ στα καύσιμα. Στην περίοδο της Kατοχής μοίραζαν τα τρόφιμα με το ~. II. πληροφορία που προέρχεται από κάποια αρχή ή υπηρεσία και ανακοινώνεται στο κοινό: ~ ειδήσεων / προγνώσεως καιρού / τιμών χρηματιστηρίου. Εκδίδω ιατρικό ~. ~ τύπου. (στρατ.) ~ πληροφοριών, σημείωμα που στέλνει μεγάλη μονάδα στρατού σε άλλες πιο μικρές με πληροφορίες σχετικά με τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού καθώς και σχέδιο δράσης. || έντυπο το οποίο εκδίδεται συνήθ. περιοδικά από κάποιο σύλλογο, οργάνωση κτλ. και παρέχει οδηγίες ή πληροφορίες επάνω σε ένα ειδικό θέμα: ~ του Εμπορικού Επιμελητηρίου / του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
[λόγ. < αρχ. δελτίον `πινακίδα γραφής, επιστολή΄ σημδ. γαλλ. billet, bulletin, carnet]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δελτιογράφηση η [δeltioγráfisi] Ο33 : καταγραφή βιβλίων ή επιστημονικού ή άλλου υλικού σε δελτία.
[λόγ. δελτί(ον) -ο- + -γράφηση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δελτιογραφικός -ή -ό [δeltioγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη δελτιογράφηση ή στο δελτιογράφο.
[λόγ. δελτιογράφ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δελτιογράφος ο [δeltioγráfos] Ο18 : 1. αυτός που γράφει σε δελτία. 2. υπάλληλος της βουλής που συντάσσει την περίληψη των πρακτικών που διανέμεται στον τύπο.
[λόγ. δελτί(ον) -ο- + -γράφος 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δελτιοθήκη η [δeltioθíki] Ο30 : μικρή θήκη ή ειδικό έπιπλο εφοδιασμένο με συρτάρια για την ταξινόμηση δελτίων.
[λόγ. δελτί(ον) -ο- + -θήκη]