Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δελεαστικός -ή -ό [δeleastikós] Ε1 : που διαθέτει τα στοιχεία εκείνα τα οποία μπορούν να ελκύσουν κπ.: Δελεαστικές προτάσεις. Mου έκανε μια δελεαστική προσφορά. Aυτό που προτείνεις είναι πολύ δελεαστικό.
δελεαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. δελεαστικός]