Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δελεάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δελεάζω [δeleázo] -ομαι Ρ2.1 : προσελκύω, παρασύρω κπ., τον πείθω ή τον συγκινώ χρησιμοποιώντας κτ. ως δέλεαρ: Προσπάθησε να με δελεάσει με μια σημαντική προσφορά. Δελεάστηκε από τα θέλγητρά της.

[λόγ. < αρχ. δελεάζω `πιάνω με δόλωμα, ασκώ δέλεαρ΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δελεάζω.
  • (Μεταφ.) παρασύρω, εξαπατώ:
    • (Ερμον. Ψ 329).

[αρχ. δελεάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες