Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαριά η [δekarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου δέκα: Kαμιά ~ άτομα.
[δέκ(α) -αριά]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκαριά η· δεκαρά.
-
- Δεκάδα:
- Μια δεκαριά ανεβήκασι και τουφεκιές κτυπούσαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2008).
[<αριθμητ. δέκα + κατάλ. ‑αριά. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Δεκάδα: