Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαπλασιάζω [δekaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. δέκα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο: Δεκαπλασίασε την έκταση της γης του / του κράτους του. Tα τελευταία χρόνια δεκαπλασιάστηκε η αξία των ακινήτων.
[λόγ. < ελνστ. δεκαπλασιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκαπλασιάζω.
-
- Δεκαπλασιάζω· αυξάνω, πολλαπλασιάζω:
- έσπειρα με κόπον, να δεκαπλασιάσω τον καρπόν (Λίβ. (Lamb.) N 918).
[μτγν. δεκαπλασιάζω. Η λ. και σήμ.]
- Δεκαπλασιάζω· αυξάνω, πολλαπλασιάζω: