Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαπλάσιος -α -ο [δekaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι δέκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το δεκαπλάσιο: Aυξήθηκε στο δεκαπλάσιο.
δεκαπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~. [λόγ. < αρχ. δεκαπλάσιος]