Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαπενθήμερος -η -ο [δekapenθímeros] Ε5 : 1. που διαρκεί δεκαπέντε μέρες: Δεκαπενθήμερη άδεια / εκδρομή / αργία. 2. (τυπ.) που εκδίδεται κάθε δεκαπέντε μέρες: Δεκαπενθήμερο περιοδικό. Δεκαπενθήμερη έκδοση / επιθεώρηση. 3. (ως ουσ.) το δεκαπενθήμερο, διάστημα δεκαπέντε ημερών: Θα λείψω το πρώτο δεκαπενθήμερο του Mαΐου. || αμοιβή δεκαπέντε ημερών εργασίας: Πληρώθηκες το δεκαπενθήμερο;
[λόγ. δεκαπέντ(ε) + ημέρ(α) -ος ( [t > θ] κατά το πενθήμερος)]