Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαπέντε [δekapénde] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαπέντε (15) μονάδες: Kάθε τάξη πρέπει να έχει ~ μαθητές το πολύ. Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος πέμπτος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη πέμπτη μέρα. (έκφρ.) (σαν) σήμερα* ~. 2. (ως ουσ.) το δεκαπέντε: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και πέντε ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαπέντε: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαπέντε. γ. το ~ (΄15), αντί 1915: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαπέντε χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έφτασε τα ~.
[ελνστ. δεκαπέντε]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκαπέντε, αριθμητ.
-
- Δεκαπέντε:
- (Τσιρίγ., Επιστ. 168).
[μτγν. αριθμητ. δεκαπέντε. Η λ. και σήμ.]
- Δεκαπέντε: