Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκαοκτώ, αριθμητ.· δεκοκτώ.
-
- Δεκαοχτώ:
- (Διγ. Z 1988).
[μτγν. αριθμητ. δεκαοκτώ. Ο τ. στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- Δεκαοχτώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκαοκτώχρονον το· δεκοχτώχρονον.
-
- Το δέκατο όγδοο έτος (της ηλικίας):
- (Αχιλλ. O 50).
[<αριθμητ. δεκαοκτώ + ουσ. χρόνος]
- Το δέκατο όγδοο έτος (της ηλικίας):