Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκανίκι το [δekaníki] Ο44α : 1. ψηλό μπαστούνι, με οριζόντιο στήριγμα στην κορυφή κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε να στηρίζουν τις μασχάλες τους οι ανάπηροι για να βαδίσουν· πατερίτσα1: Περπατάει με δεκανίκια. 2. (μτφ.) οποιουδήποτε είδους επιπλέον βοήθεια που προσπαθεί, συνήθ. αναποτελεσματικά, να αναπληρώσει ελλείψεις: H οικονομία μας βαδίζει με δεκανίκια. Tα ιδιαίτερα μαθήματα καταδικάζουν τα παιδιά να προχωρούν στο σχολείο με τα δεκανίκια.
[μσν. δεκανίκι(ν) υποκορ. του ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. *δεκανικ(όν) -ιον (ραβδίον) `ραβδί του δεκανού (δες στο δεκανέας), του δεσμοφύλακα΄ (πρβ. μσν. δεκανοί `ραβδούχοι΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκανίκιν το· δεκανίκι· δεκανίκιον· δικανίκι· δικανίκιον· δοκανίκι(ν).
-
- 1) Μπαστούνι αναπήρων ή γερόντων:
- να περπατούν, … όλοι με δοκανίκια (Χρον. Τόκκων 2308).
- 2) Βακτηρία του αρχιερέα, πατερίτσα:
- ιερά καλύμματα, διάφορα δεκανίκια εξ αργύρου (Έκθ. χρον. 4621).
[<έκφρ. δεκανική ράβδος, δεκανικόν σκήπτρον, κ.ά. + κατάλ. ‑ιν (Θαβώρης 1969: 64, Georgacas 1982: 134). Οι τ. ‑ιον και δικανίκιον (Meursius) το 14. αι. (LBG, λ. δε‑). Ο τ. ‑ι στο Du Cange (λ. δικανίκιον) και σήμ.]
- 1) Μπαστούνι αναπήρων ή γερόντων: