Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαεφτά [δekaeftá] & δεκαεπτά [δekaeptá] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαεφτά (17) μονάδες: Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος έβδομος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη έβδομη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δεκαεφτά: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και εφτά ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαεφτά: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαεφτά. γ. το ~ (΄17), αντί 1917: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαεφτά χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έκλεισε τα ~.
[ελνστ. δεκαεπτά με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά· λόγ. επίδρ. στο δεκαεφτά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαεφτάρης ο [δekaeftáris] Ο11 θηλ. δεκαεφτάρα [δekaeftára] Ο25α : αυτός που είναι δεκαεφτά χρονών. || (ως επίθ.).
[δεκαεφτ(ά) -άρης· δεκαεφτάρ(ης) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαεφτάχρονος -η -ο [δekaeftáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαεφτά χρονών: Δεκαεφτάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαεφτά ετών. 2. που διαρκεί δεκαεφτά χρόνια.
[δεκαεφτά + -χρονος]