Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκαεπτά, αριθμητ.· δεκαπτά.
-
- Δεκαεπτά:
- (Καραβ. 49910).
[μτγν. αριθμητ. δεκαεπτά. Η λ. και σήμ.]
- Δεκαεπτά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαεπτασύλλαβος -η -ο [δekaeptasílavos] & δεκαεφτασύλλαβος -η -ο [δekaeftasílavos] Ε5 : που αποτελείται από δεκαεφτά συλλαβές: ~ στίχος. || (ως ουσ.) ο δεκαεφτασύλλαβος, ο στίχος που έχει δεκαεφτά συλλαβές.
[λόγ. δεκαεπτά + συλλαβ(ή) -ος, κατά το ενδεκασύλλαβος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]