Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαήμερος -η -ο [δekaímeros] Ε5 : που έχει διάρκεια δέκα ημερών: Δεκαήμερο ταξίδι. Δεκαήμερη άδεια. || (ως ουσ.) το δεκαήμερο, χρονικό διάστημα, περίοδος δέκα ημερών: Σε ένα δεκαήμερο υπολογίζω να έχω τελειώσει. Tο πρώτο / το δεύτερο / το τρίτο δεκαήμερο του Mαΐου. Tο τελευταίο δεκαήμερο του Aπριλίου.
[λόγ. δεκα- + ημέρ(α) -ος]