Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκάρικος -η -ο [δekárikos] Ε5 : συνήθ. ~ λόγος και ως ουσ. ο δεκάρικος, για στομφώδη, σοβαροφανή αγόρευση γεμάτη κενολογίες: Σε κάθε εθνική γιορτή δεν παρέλειπε να βγάλει το δεκάρικό του.
[δέκ(α) -άρικος]