Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκάρι το [δekári] Ο44 : σύνολο από δέκα ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα δέκα. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό δέκα και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του. 3. για τυποποιημένο μέγεθος. || (ως επίθ.): Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα δεκάρια. 4. η επιτυχία δέκα προβλέψεων στο προπό: Nόμιζα ότι θα κέρδιζα κάτι στο προπό αλλά τελικά έπιασα ~.
δεκαράκι το YΠΟKΟΡ. [δέκ(α) -άρι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαριά η [δekarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου δέκα: Kαμιά ~ άτομα.
[δέκ(α) -αριά]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκαριά η· δεκαρά.
-
- Δεκάδα:
- Μια δεκαριά ανεβήκασι και τουφεκιές κτυπούσαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2008).
[<αριθμητ. δέκα + κατάλ. ‑αριά. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Δεκάδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκάρικο το [δekáriko] Ο41 : νόμισμα αξίας δέκα δραχμών· δεκάδραχμο.
[δέκ(α) -άρικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκάρικος -η -ο [δekárikos] Ε5 : συνήθ. ~ λόγος και ως ουσ. ο δεκάρικος, για στομφώδη, σοβαροφανή αγόρευση γεμάτη κενολογίες: Σε κάθε εθνική γιορτή δεν παρέλειπε να βγάλει το δεκάρικό του.
[δέκ(α) -άρικος]