Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκάδα η [δekáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : 1. σύνολο που αποτελείται από δέκα μονάδες: Tο διακόσια αποτελείται από είκοσι δεκάδες. || Σε έναν αριθμό το δεύτερο από τα δεξιά ψηφίο δηλώνει τις δεκάδες. 2. ομάδα δέκα όμοιων προσώπων ή πραγμάτων: Tου μέτρησε τρεις δεκάδες χαρτονομίσματα.
[αρχ. δεκάς, αιτ. -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκάδα η.
-
- Ο αριθμός που αποτελείται από δέκα μονάδες:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1481).
[αρχ. ουσ. δεκάς. Η λ. και σήμ.]
- Ο αριθμός που αποτελείται από δέκα μονάδες: