Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεισιδαίμων -ων -ον [δisiδémon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) δεισιδαίμονας. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. δεισιδαίμων `προληπτικός΄, αρχ. σημ.: `θεοφοβούμενος, ευσεβής΄]