Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεινόσαυρος ο [δinósavros] Ο20α : (παλαιοντ.) γιγαντιαίων διαστάσεων ερπετό του μεσοζωικού κυρίως αιώνα, το οποίο έχει εκλείψει.
[λόγ. < νλατ. dinosaurus < αρχ. δεινό(ς) + σαῦρος = σαύρα]