Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δεινός, επίθ.· οδεινός.
-
- 1) Φοβερός:
- Την οδεινήν κενοδοξίαν (Αποκ. Θεοτ. II 153).
- 2) Ικανός, επιδέξιος:
- (Γεωργηλ., Bελ. Λ 619).
- 3) Θαυμαστός, έξοχος:
- (Kαναν. 230).
- 4) Σοβαρός:
- μετά σχήματος δεινού και τάχα σεμνοτέρου (Kαλλίμ. 2069)·
- ποίσε δεινόν το βλέφαρον ωσάν φοβερισμένος (Λίβ. (Lamb.) N 262).
- Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = δεινοπαθήματα, συμφορές:
- (Δούκ. 24714), (Bέλθ. 1303).
[αρχ. επίθ. δεινός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Φοβερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεινός -ή -ό [δinós] Ε1 : 1. που είναι πολύ ικανός σε κπ. τομέα, που οι ικανότητές του ξεπερνούν κατά πολύ το μέσο όρο και αναγνωρίζονται από τους άλλους: Είναι ~ ρήτορας / συζητητής / χορευτής / κολυμβητής / σκοπευτής. 2. για να υποδηλώσει το μέγεθος μιας εξαιρετικά δυσάρεστης ή ενοχλητικής κατάστασης· φοβερός, τρομερός: Yπέστησαν δεινή ήττα / δεινό πλήγμα. Bρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Οι πολιορκητές τούς έφεραν σε δεινή θέση.
[λόγ. < αρχ. δεινός `φοβερός, έξυπνος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεινόσαυρος ο [δinósavros] Ο20α : (παλαιοντ.) γιγαντιαίων διαστάσεων ερπετό του μεσοζωικού κυρίως αιώνα, το οποίο έχει εκλείψει.
[λόγ. < νλατ. dinosaurus < αρχ. δεινό(ς) + σαῦρος = σαύρα]