Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεινοπαθών -ούσα -ούν [δinopaθón] Ε12β : (λόγ.) συνήθ. ως ουσ. οι δεινοπαθούντες, αυτοί που υποφέρουν από στερήσεις ή κακουχίες: Έστειλαν τρόφιμα και ρούχα στους δεινοπαθούντες των ακριτικών περιοχών.
[λόγ. μεε. του ρ. δεινοπαθώ]