Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεινοπαθώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεινοπαθώ [δinopaθó] Ρ10.9α : υφίσταμαι μεγάλες στερήσεις, βάσανα και ταλαιπωρίες· υποφέρω2: Ο λαός μας δεινοπάθησε στην Kατοχή. Δεινοπάθησαν από το κρύο και από την πείνα. || (με τάση υπερβολής): Δεινοπαθήσαμε μέχρι να βρούμε εισιτήριο.

[λόγ. < ελνστ. δεινοπαθῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
δεινοπαθώ.
  • Στενοχωρούμαι, «φέρω βαρέως»:
    • εδεινοπάθουν εις την σην βραδύτητα (Ψευδο-Σφρ. 3669).

[αρχ. δεινοπαθέω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεινοπαθών -ούσα -ούν [δinopaθón] Ε12β : (λόγ.) συνήθ. ως ουσ. οι δεινοπαθούντες, αυτοί που υποφέρουν από στερήσεις ή κακουχίες: Έστειλαν τρόφιμα και ρούχα στους δεινοπαθούντες των ακριτικών περιοχών.

[λόγ. μεε. του ρ. δεινοπαθώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες