Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δειλινό το [δilinó] Ο38 : 1. το χρονικό διάστημα λίγο πριν ή λίγο μετά τη δύση του ηλίου: Ένα ωραίο ανοιξιάτικο ~. Kατά το ~ φύγανε όλοι. || (μτφ., λογοτ.): Tο ~ της ζωής. 2. (λαϊκότρ.) απογευματινό2β.
[ελνστ. δειλινόν `βραδινό φαγητό΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. δειλινός `που ανήκει στο βράδυ΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- δειλινόν το· δείλινον.
-
- 1) Το απόγευμα:
- Σαββάτον ήτον δειλινόν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 649).
- 2) (Σε επιρρ. χρ.) κατά το απόγευμα, τις απογευματινές ώρες:
- Το δειλινόν οι άρχοντες πιάνουσιν τ’ άλογά τους (Θρ. Κύπρ. Μ 205).
- 3) Το απογευματινό (ή μεσημεριανό) φαγητό (πβ. Θαβώρης 1959: 78):
- αυτά να έχω πρόγεμαν και δειλινόν και δείπνον (Περί ξεν. 274 χφ Α κριτ. υπ).
[μτγν. ουσ. δειλινόν. Η λ. και σήμ. (‑ό)]
- 1) Το απόγευμα: