Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δειλιάζω [δilázo] Ρ2.1α : καταλαμβάνομαι από δειλία, δεν τολμώ, διστάζω να πω ή να κάνω κτ.: Δε δείλιασε μπροστά στον κίνδυνο, δε φοβήθηκε.
[ελνστ. ή μσν. δειλιάζω < αρχ. δειλι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. δειλιασ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- δειλιάζω.
-
- 1) Κατέχομαι από φόβο για κ., διστάζω να …:
- εσύ, κυρά, δειλιάζεις το να πεις ότι αγαπάς με (Ερωτοπ. 541)·
- δειλιάζετε σε πόλεμον να βγείτε (Αλεξ. 1759).
- 2) Κάνω κάπ. να δειλιάσει, φοβίζω κάπ.:
- ογιά να μη δειλιάσουσι τσ’ άλλους (Ερωφ. Ιντ. γ´ 113).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = δειλός:
- Γιατ’ η ντροπή να στέκομαι με κάνει δειλιασμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [582]).
[<αόρ. του δειλιώ. Η λ. στον Ησύχ. (LBG, DGE) και σήμ.]
- 1) Κατέχομαι από φόβο για κ., διστάζω να …: