Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δειλά, επίρρ.
-
- Με δειλία:
- τα κάτεργα δειλά, γοργά ’πεκεί μακρύναν (Αχέλ. 2535).
[μτγν. επίρρ. δειλά. Η λ. και σήμ.]
- Με δειλία:
[Λεξικό Κριαρά]
- δειλαίνω.
-
- I. (Ενεργ.) αισθάνομαι φόβο:
- (Λίβ. Sc. 1203).
- II. Μέσ.
- 1) Δειλιάζω:
- εδειλαινόμην άμετρα, πολλά συνεστελλόμην (Γλυκά, Στ. 55).
- 2) Ανησυχώ για κ.:
- σφόδρα δειλαινόμενος την ερημανθρωπίαν (Καλλίμ. 412).
- 1) Δειλιάζω:
[αρχ. δειλαίνω. Το μέσ. και σήμ. ποντ.]
- I. (Ενεργ.) αισθάνομαι φόβο:
[Λεξικό Κριαρά]
- δειλανδρώ.
-
- Δείχνομαι άνανδρος, δειλιάζω:
- Ιδόντες … πολλοί εδειλανδρήσαν (Γεωργήλ., Βελ. Λ 245).
[μτγν. δειλανδρέω. Πβ. ‑ίζω (Lampe, LBG) και μέσ. ‑ντρίζομαι σήμ. κρητ.]
- Δείχνομαι άνανδρος, δειλιάζω: