Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεικτικός -ή -ό [δiktikós] Ε1 : (γραμμ.) που δείχνει: Δεικτικά μόρια. Tο “να” είναι δεικτικό μόριο. Δεικτικές αντωνυμίες, με τις οποίες δείχνουμε ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, την ποσότητα ή την ποιότητα ενός ουσιαστικού.
[λόγ. < ελνστ. δεικτικός, αρχ. σημ.: `ικανός να αποδείξει΄]