Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δειγματολόγιο το [δiγmatolójio] Ο42 : συλλογή από δείγματα ενός προϊόντος: ~ χρωμάτων / υφασμάτων. || (επέκτ., ειρ.) παράταιρη παράθεση αντικειμένων, χρωμάτων κτλ.
[λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + -λόγιον απόδ. γαλλ. échan tillonage]