Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεδομένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεδομένος -η -ο [δeδoménos] Ε3 : 1. που είναι καθορισμένος, συγκεκριμένος, γνωστός: Οι δεδομένες οικονομικές συνθήκες επιβάλλουν… Σε μια δεδομένη στιγμή / περιοχή, κάποια. || που είναι υπαρκτός, αποδεκτός και ως εκ τούτου αποτελεί βάση ή προϋπόθεση: Θεωρώ δεδομένη την αθωότητά του. Είναι δεδομένη η επιτυχία του προγράμματος. Mε δεδομένη την αδυναμία της κυβέρνησης να εισπράξει τους φόρους… 2. (ως σύνδεσμος) δεδομένου ότι, εφόσον, αφού, επειδή: Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια, θα πρέπει να διακοπεί η έκδοση του περιοδικού. 3. (ως ουσ.) το δεδομένο: α. στοιχείο γνωστό ή αποδεκτό το οποίο αποτελεί βάση ή προϋπόθεση: Tα δεδομένα του προβλήματος. Επιστημονικά δεδομένα. Tα δεδομένα μας είναι ανεπαρκή. Θεωρώ / παίρνω κτ. ως δεδομένο. || (πληροφ.) κωδικοποιημένα στοιχεία, τα οποία μπορεί να τα δεχτεί, να τα αποθηκεύσει, να τα επεξεργαστεί ή να τα παρουσιάσει ο υπολογιστής: Bάση δεδομένων, σύνολο από δεδομένα που είναι έτσι ταξινομημένα και αποθηκευμένα, ώστε μπορούν να επιλεγούν με διάφορους τρόπους και από διάφορα προγράμματα. β. (πληθ.) κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και που ισχύει: Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα σημερινά δεδομένα.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. δίδωμι `δίνω, παραχωρώ επιχείρημα΄ με βάση το ουδ. πληθ. τά δεδομένα (τίτλος συγγράμματος του Ευκλείδη) & σημδ. γαλλ. donnée, les données]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες