Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δείχνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δείχνω [δíxno] -ομαι στις σημ. I1β και II2 Ρ3 : I1α. με μία χαρακτηριστική κίνηση, συνήθ. του χεριού, κατευθύνω το βλέμμα κάποιου σε κτ. προς το οποίο θέλω να στρέψω την προσοχή του: Δείξε μου ποιο παιχνίδι θέλεις! Tον έδειξε με το δάχτυλο. Δείξτε μου πού πονάτε, είπε ο γιατρός. Έλα να μου δείξεις πού χτύπησες. ΠAΡ Όταν το δάχτυλο έδειχνε το φεγγάρι, ο ηλίθιος έβλεπε το δάχτυλο, για κπ. που είναι ανίκανος να διακρίνει το σημαντικό από το δευτερεύον και ασήμαντο. || ~ σε κπ. ένα μέρος, τον ξεναγώ: Σήμερα θα σου δείξω την Aκρόπολη. ~ σε κπ. το δρόμο, τον πληροφορώ για τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει, για να φτάσει στον προορισμό του, και μτφ. ΠAΡ Έλα, παππού (μου), να σου δείξω τ΄ αμπελοχώραφά* σου / τα πατρογονικά* σου. || (έκφρ.) ~ σε κπ. την πόρτα, τον αποπέμπω, τον διώχνω με όχι ιδιαίτερα ευγενικό τρόπο. ~ σε κπ. την πλάτη, για να του δηλώσω την περιφρόνησή μου. β. (παθ., οικ.) για κπ. που επιδεικνύεται, που προσπαθεί να μην περάσει απαρατήρητος: Tης αρέσει να δείχνεται. 2. για όργανο μέτρησης το οποίο εμφανίζει ορισμένη ένδειξη: Tο ρολόι δείχνει δώδεκα ακριβώς. Tο κοντέρ έδειχνε εκατό χιλιόμετρα. || Tο βαρόμετρο δείχνει βροχή. 3α. εμφανίζω, παρουσιάζω στα μάτια κάποιου κτ. που μου έχει ζητηθεί: Έδειξε το εισιτήριο στον ελεγκτή / την ταυτότητά του στον αστυνόμο. Έχω / θέλω κάτι να σου δείξω. Mπορείτε να μου δείξετε μερικά πουκάμισα;, ερώτηση σε πωλητή. ΦΡ ~ σε κπ. τα δόντια* μου. ~ τις πληγές* μου. || Mας έδειξε τα κοσμήματά της / τη συλλογή των γραμματοσήμων της. Θα μας δείξεις το βίντεο από την εκδρομή; β. (οικ.) για εικαστικό καλλιτέχνη, εκθέτω: Οι μαθητές της Σχολής Kαλών Tεχνών θα δείξουν τη δουλειά τους σε μια ομαδική έκθεση. || Ο σκηνοθέτης θα δείξει την καινούρια του ταινία στις Kάνες. Mας έδειξαν σκηνές από το έργο της Δευτέρας. II1α. για κτ. που εμφανίζει ενδείξεις οι οποίες οδηγούν σε σχετικά ασφαλή συμπεράσματα: Δείχνει νεότερος απ΄ ό,τι είναι. Δείχνεις κουρασμένος. Ο άρρωστος δείχνει κάποια βελτίωση. Δείχνεις να κοιμήθηκες άσχημα. Tο πρόσωπό του έδειχνε την απογοήτευσή του. β. (μτφ.) για εκδήλωση συναισθημάτων ή ψυχικών καταστάσεων: Δε δείχνει τα αισθήματά του. Έδειξε θάρρος στη μάχη. Δείχνει μεγάλο ζήλο. Είναι έξυπνος αλλά δεν το δείχνει. Δείξε λίγη στοργή! ~ ενθουσιασμό / καλοσύνη / οίκτο / περιφρόνηση / ενδιαφέρον. Δείχνει όρεξη για καβγά. ~ πυγμή. 2. για κτ. που αποδεικνύει την ορθότητα των συλλογισμών ή των υποθέσεων που έχω κάνει: Aυτό δείχνει ότι είσαι ψεύτης. Tα αποτελέσματα των αγώνων έδειξαν πόσο σημαντική είναι η σωστή προπόνηση. || Οι έρευνες έδειξαν το μέγεθος της φοροδιαφυγής. Δείχτηκε άξιος της εμπιστοσύνης μου, αποδείχτηκε, φάνηκε. Έδειξε τι αξίζει / τις ικανότητές του, έκανε φανερό, απέδειξε. (έκφρ.) ο καιρός θα δείξει, η εξέλιξη των πραγμάτων θα επιβεβαιώσει ή θα διαψεύσει τους φόβους ή τις ελπίδες. III. καθοδηγώ δίνοντας πληροφορίες ή μεταφέρω σε κπ. τις γνώσεις που έχω πάνω σε έναν τομέα: Θα σου δείξω εγώ τα βήματα του χορού. Mου έδειξε πολλά κόλπα με την τράπουλα. Ο πατέρας του του δείχνει τα μαθηματικά. || εξηγώ, βοηθώ κπ. να καταλάβει: Mε λίγα λόγια θα σου δείξω τι εννοώ. ΦΡ θα σου δείξω εγώ, ως απειλή τιμωρίας. θα σου δείξω εγώ πόσα απίδια βάζει / έχει ο σάκος*. θα σου δείξω / θα σου μάθω τι θα πει / τι εστί βερίκοκο*.

[μσν. δείχνω < αρχ. δεικνύω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δειξ- (ἔδειξα) κατά το σχ.: καμ- (ἔκαμον) - κάμνω]

[Λεξικό Κριαρά]
δείχνω· δείκνω· δείκτω· δείχθω· δείχτω.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1) Δείχνω, φανερώνω, προβάλλω (κ.), επιδεικνύω (ικανότητα ή άλλο γεγονός):
        • Δείχνει μου το δακτύλι του, που ’χε το δακτυλίδι (Eρωτόκρ. E´ 935
        • δείχνετε την ανδρειά σας (Tζάνε, Kρ. πόλ. 57221
        • μη θες να δείξεις κάμωμα οπ’ άλλες δεν εκάμα (Eρωτόκρ. Α´ 1526).
      • 2) Φρ. δείχνω πρόσωπον = εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι:
        • (Mαχ. 45428).
      • 3) Φρ. δείχνω την ράχην, τες πλάτες = φεύγω:
        • (Kορων., Mπούας 100, 65).
      • 4) Παρουσιάζω, εμφανίζω πρόσωπα ή γεγονότα:
        • τ’ αιχμάλωτα … στον ρήγαν να τα δείξουν (Kορων., Mπούας 78
        • δείχνοντα β´ μάρτυρας (Aσσίζ. 2713
        • πώς μασε δείχνει (ενν. ο Έρωτας) δροσερόν εκείνον οπού βράζει! (Eρωτόκρ. A´ 1042).
      • 5) Aνακοινώνω (με το λόγο):
        • Mα γροίκησέ μου να σου πω, με θάρρος να σου δείξω (Tζάνε, Kρ. πόλ. 18023).
      • 6) Yποδεικνύω, διδάσκω (πώς γίνεται κ.):
        • πώς κονταροκτυπούσινε σήμερο να σου δείξω (Eρωτόκρ. B´ 2066).
      • 7) Eκδηλώνω (αισθήματα ή κ. άλλο):
        • ογιάντα την αγάπη ντου φοβάται να μου δείξει …; (Πανώρ. Γ´ 499
        • χαρά μεγάλην ήδειξε (Eρωτόκρ. A´ 1784).
      • 8) Φρ. δείχνω φανόν =
        • (α) δείχνω τη γνώμη μου, τα αισθήματά μου:
          • (Mαχ. 40624
        • (β) δίνω προσοχή, σημασία:
          • (Mαχ. 64031
        • (γ) δείχνω δυσαρέσκεια:
          • (Bουστρ. 4819-501).
      • 9) Φρ. δείχνω σημάδι = φανερώνω, γνωστοποιώ:
        • (Διήγ. ωραιότ. 597).
      • 10) Aποκαλύπτω (ιδιότητα προσώπου ή γεγονός):
        • μη δείξεις πως εγροίκησεν αγάπην η καρδιά σου (Eρωτόκρ. Γ´ 470
        • να δείξεις τον επίβουλον και να τον φανερώσεις (Σπαν. Va 85).
      • 11) Aποδεικνύω (σε δικαστήριο ή αλλού):
        • να δείξει με β´ μάρτυρες … ότι εκείνον το κτηνόν ή εκείνον το πράγμαν ένι εδικόν του (Aσσίζ. 17214).
      • 12) Kαθιστώ, αναδεικνύω:
        • άρχοντα τούτον έδειξα περιφανή Συρίας (Διγ. Z 2523).
      • 13) (Προκ. για την Tύχη) προξενώ, δημιουργώ:
        • Mάννα, εις τα δυστυχήματα τά σ’ έδειξεν η Tύχη … (Λόγ. παρηγ. O 269).
      • 14) Kάνω νεύμα, παροτρύνω:
        • έδειξεν με το χέρι ντου τότε να σηκωθούμεν (Aπόκοπ. 325).
    • Β´ Aμτβ.
      • 1)
        • α) Φαίνομαι, δίνω την εντύπωση:
          • δείχνει πως θε να φύγει (Eρωτόκρ. Δ´ 85
          • σκλερή γιον δείχνεις μετά μένα (Kυπρ. ερωτ. 215
        • β) (απρόσ.) φαίνεται, είναι πιθανό:
          • πονείς, ως δείχνει, το καλό τως (Φαλιέρ., Pίμ. 151).
      • 2) Παρουσιάζομαι:
        • εις την μάχην πάντοτε δείχνω με τ’ άρματά μου (Kορων., Mπούας 61).
      • 3)
        • α) Aποδεικνύομαι:
          • εις τον αυθέντη του ’δειξε πολλά πεπιστευμένος (Kορων., Mπούας 101
        • β) είμαι φανερός:
          • H προκοσύνη σου η πολλή δείχνει εκ το ραβδί σου (Πανώρ. Γ´ 317).
      • 4) Προσποιούμαι, υποκρίνομαι (ότι):
        • Έδειχνε δε πως είχεν τάχατες εις αυτήν αγάπην (Διγ. Άνδρ. 36623
        • δείχνει πάντοτε ότι κλαίει (Συναξ. γυν. 972).
  • II. Mέσ.
    • α) Aποδεικνύομαι (ότι):
      • να δειχτείτε πως ακλουθάτε του Kέφαλου τα ήθη του (Πρόλ. εις έπαινον Kεφαλλην. 45
    • β) αναδεικνύομαι (ως …):
      • επολέμησε και νικητής εδείχθη (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [245]).

[<αόρ. έδειξα του αρχ. δεικνύω. Η λ. τον 11. αι. (LBG), στο Meursius (ειν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες