Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δείπνος ο [δípnos] Ο18 : (λόγ.) το δείπνο μόνο στην έκφραση Mυστικός* Δείπνος.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. δεῖπνος `απογευματινό φαγητό΄ < ελνστ. δεῖπνον τό (μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.), δες στο δείπνο]
[Λεξικό Κριαρά]
- δείπνος (I) ο.
-
- Bραδινό φαγητό, δείπνο:
- η νυξ κατέλαβεν, εβρώθηκεν ο δείπνος (Aπολλών. 232).
[μτγν. ουσ. δείπνος. Η λ. και σήμ.]
- Bραδινό φαγητό, δείπνο:
[Λεξικό Κριαρά]
- δείπνος (II) το,
- βλ. δείπνον.