Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δείπνο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δείπνο το [δípno] Ο39 : το τελευταίο γεύμα της ημέρας, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημες συνεστιάσεις: Πρόσκληση σε ~. Θα παρακαθήσουν σε ~. Παραθέτω επίσημο ~ προς τιμήν κάποιου.

[αρχ. δεῖπνον `φαγητό, μεσημεριανό φαγητό΄, ελνστ. σημ.: `απογευματινό φαγητό΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δείπνον το· δείπνο· δείπνος το.
  • α) Bραδινό φαγητό:
    • έχουσιν γιόμα θλιβερόν, δείπνον ονειδισμένον (Περί ξεν. 182
  • β) η ώρα του βραδινού φαγητού:
    • ουδ’ έτρωγε το γιόμα, ουδέ το δείπνο (Bοσκοπ. 366).

[αρχ. ουσ. δείπνον. Ο τ. ος και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ο και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δείπνος ο [δípnos] Ο18 : (λόγ.) το δείπνο μόνο στην έκφραση Mυστικός* Δείπνος.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. δεῖπνος `απογευματινό φαγητό΄ < ελνστ. δεῖπνον τό (μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.), δες στο δείπνο]

[Λεξικό Κριαρά]
δείπνος (I) ο.
  • Bραδινό φαγητό, δείπνο:
    • η νυξ κατέλαβεν, εβρώθηκεν ο δείπνος (Aπολλών. 232).

[μτγν. ουσ. δείπνος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δείπνος (II) το,
βλ. δείπνον.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες