Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δείλι το [δíli] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (λογοτ.) το δειλινό.
[αρχ. δείλη ἡ μεταπλ. σε ουδ. κατά τη λ. βράδυ από σύμπτωση της προφοράς των η και ι]
- δείλι το· δείλις.
-
- 1) Το δειλινό:
- επολεμίζαν από το πωρνόν ως το δείλις (Μαχ. 2749).
- 2) (Σε χρ. επιρρ.) την ώρα του δειλινού:
- πωρνόν και δείλις (Κυπρ. ερωτ. 10830)·
- το δείλις επέψαν και εμηνύσαν τους (Μαχ. 60014).
[<αρχ. ουσ. δείλη (η). Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Το δειλινό:
- δειλία η [δilía] Ο25α : η ιδιότητα του δειλού, η έλλειψη θάρρους, η ατολμία: Mπήκε μέσα με κάποια ~. Πρέπει να αποβάλεις τη ~ σου.
[λόγ. < αρχ. δειλία]
- δειλία η· δειλιά.
-
- Έλλειψη θάρρους, ατολμία:
- τρόμος δε ταύτην είληφε, μεγίστη τε δειλία (Διγ. Z 3662)·
- φρ. (ε)παίρνω δειλίαν = δειλιάζω:
- (Παρασπ., Βάρν. C 250).
[αρχ. ουσ. δειλία. Η λ. και σήμ.]
- Έλλειψη θάρρους, ατολμία:
- δειλιάζω [δilázo] Ρ2.1α : καταλαμβάνομαι από δειλία, δεν τολμώ, διστάζω να πω ή να κάνω κτ.: Δε δείλιασε μπροστά στον κίνδυνο, δε φοβήθηκε.
[ελνστ. ή μσν. δειλιάζω < αρχ. δειλι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. δειλιασ-]
- δειλιάζω.
-
- 1) Κατέχομαι από φόβο για κ., διστάζω να …:
- εσύ, κυρά, δειλιάζεις το να πεις ότι αγαπάς με (Ερωτοπ. 541)·
- δειλιάζετε σε πόλεμον να βγείτε (Αλεξ. 1759).
- 2) Κάνω κάπ. να δειλιάσει, φοβίζω κάπ.:
- ογιά να μη δειλιάσουσι τσ’ άλλους (Ερωφ. Ιντ. γ´ 113).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = δειλός:
- Γιατ’ η ντροπή να στέκομαι με κάνει δειλιασμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [582]).
[<αόρ. του δειλιώ. Η λ. στον Ησύχ. (LBG, DGE) και σήμ.]
- 1) Κατέχομαι από φόβο για κ., διστάζω να …:
- δειλιάρης, επίθ.
-
- Δειλός:
- μπομπόγερε δειλιάρη (Διγ. O 2797).
[<ουσ. δειλία + κατάλ. ‑ιάρης. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Δειλός:
- δειλίασις η· δείλιαση.
-
- α) Φόβος:
- (Φορτουν. Πρόλ. 28)·
- β) δισταγμός, αμφιβολία:
- αν έχεις προς την πίστη μου δειλίασιν καμία, θέλω σου ’μόσει (Φαλιέρ., Ιστ. 717).
[μτγν. ουσ. δειλίασις]
- α) Φόβος:
- δείλιασμα το [δílazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δειλιάζω.
[δειλιασ- (δειλιάζω) -μα (διαφ. το ελνστ. ή μσν. δειλίασμα `απογευματινό φαγητό΄)]
- δείλιασμα το.
-
- Έλλειψη θάρρους, ατολμία:
- τση γλώσσας τα μποδίσματα, το δείλιασμα του νου της (Ερωτόκρ. Δ´ 487· Γ´ 551 χφ Χ κριτ. υπ).
[<αόρ. του δειλιώ + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Έλλειψη θάρρους, ατολμία: