Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δείγμα το [δíγma] Ο48 : 1α. μικρή ποσότητα, μέρος ή κομμάτι ενός συνόλου, από το οποίο μπορούμε να σχηματίσουμε γνώμη για το σύνολο: Δόθηκε ~ σταριού για εξέταση. Mοίραζε δείγματα καλλυντικών δωρεάν. Tο ~ δεν είναι σύμφωνο με το ύφασμα. ~ χωρίς αξία*. || Aπό νωρίς μας έδωσε δείγματα του ταλέντου του. Δείγματα της δουλειάς του μπορείτε να δείτε στο μουσείο του Λούβρου. (έκφρ.) ~ γραφής*. β. Xαρακτηριστι κό / αντιπροσωπευτικό ~, για κπ. ή για κτ. που συγκεντρώνει τα διακριτικά στοιχεία του είδους: Ένα αντιπροσωπευτικό ~ του εκλογικού σώματος / του πληθυσμού. 2. λόγια ή πράξεις με τα οποία εκδηλώνεται, εξωτερικεύεται κάποιο συναίσθημα: ~ φιλίας / αγάπης / ευγνωμοσύνης. Σαν ~ καλής θέλησης.
[λόγ.: 1α, 2: αρχ. δεῖγμα· 1β: σημδ. γαλλ. échantillon]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δειγματίζω [δiγmatízo] -ομαι Ρ2.1 : παρουσιάζω δείγμα ενός εμπορεύσιμου προϊόντος ή υλικού.
[λόγ. < ελνστ. δειγματίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δειγματίζω.
-
- Δείχνω:
- διά της χειρός δειγματίσας τούτον (Δούκ. 379).
[μτγν. δειγματίζω]
- Δείχνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δειγματισμός ο [δiγmatizmós] Ο17 : διαδικασία κατά την οποία παρουσιάζεται δείγμα ενός εμπορεύσιμου προϊόντος ή υλικού.
[λόγ. < ελνστ. δειγματισμός `επαλήθευση΄ κατά τη σημ. του δειγματίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δειγματοληπτικός -ή -ό [δiγmatoliptikós] Ε1 : που είναι σχετικός με τη δειγματοληψία: ~ έλεγχος. Δειγματοληπτική έρευνα.
δειγματοληπτικά & (λόγ.) δειγματοληπτικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + αρχ. ληπτικός `πρόθυμος να δεχτεί΄ απόδ. γαλλ. échantilloneur· λόγ. δειγματοληπτικ(ός) -ώς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δειγματοληψία η [δiγmatolipsía] Ο25 : λήψη δείγματος για δοκιμή ή έλεγχο: Tυχαία ~.
[λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + -ληψία μτφρδ. γαλλ. prise d΄échantillons]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δειγματολόγιο το [δiγmatolójio] Ο42 : συλλογή από δείγματα ενός προϊόντος: ~ χρωμάτων / υφασμάτων. || (επέκτ., ειρ.) παράταιρη παράθεση αντικειμένων, χρωμάτων κτλ.
[λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + -λόγιον απόδ. γαλλ. échan tillonage]