Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαύτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δαύτος, αντων.· εδαύτος.
  • 1) (Ως επαναληπτική) αυτός:
    • ορέγομαί τον δυνατά, με δαύτον θε να μείνω (Αλεξ. 110).
  • 2) (Ως προσωπ., για να δηλωθεί το γ´ πρόσ.) αυτός:
    • Μ’ ανίσως και να μη χαρώ με δαύτ’ (ενν. την Ερωπρικούσα) είναι γραμμένον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [999]).
  • 3) (Ως δεικτική) αυτός:
    • σε δαύτην (ενν. τη σπηλιά) μέσα ετούτ’ οι κακορίζικοι αμάρτευσαν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [293]).

[<συνεκφ. επιφ. έδε + αντων. αυτός. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαύτος -η -ο [δáftos] αντων. προσ. (βλ. Ε3) : (προφ., λαϊκότρ.) αυτός (πάντοτε εμπρόθετα σε αιτ., με λειτουργία ουσιαστικού): Δε με χώριζε τίποτε με δαύτον. || (συχνά μειωτ.): Tόσα χρόνια δεν είδα προκοπή από δαύτους. Tι περιμένεις από δαύτον; Tι δουλειά έχεις εσύ με δαύτες;

[μσν. δαύτος < εδαύτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έδ(ε) `να!΄ (< αρχ. ἴδε) + αύτος (συμφυρ. αρχ. αὐτός + αρχ. οyτος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες