Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαχτυλίδι το [δaxtilíδι] Ο44 : 1. κόσμημα από πολύτιμο συνήθ. μέταλλο, σε σχήμα μικρού κρίκου που φοριέται στο δάχτυλο του χεριού: Xρυσό / ασημένιο ~. ~ με διαμάντια. ~ αρραβώνων. (έκφρ.) άλλαξαν δαχτυλίδια, αρραβωνιάστηκαν. || Έχει μέση (σαν) ~, δαχτυλιδένια. 2. για διάφορα αντικείμενα που έχουν μορφή δαχτυλιδιού: Tα δαχτυλίδια του εμβόλου. Tο ~ του πούρου, κρίκος από χαρτί, στον οποίο αναγράφεται η μάρκα του πούρου. || Tα δαχτυλίδια του καπνού. Φτιάχνει δαχτυλίδια με τον καπνό, για καπνιστή που φυσά τον καπνό από το στόμα του σε σχήμα μικρών κύκλων. Mαλλιά δαχτυλίδια, σγουρά, κατσαρά.
δαχτυλιδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. δαχτυλίδι(ον) < ελνστ. δακτυλίδιον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] υποκορ. του αρχ. δακτύλιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- δαχτυλίδι(ν), δαχτυλίδιον το,
- βλ. δακτυλίδιον.