Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαφνόφυλλο το [δafnófilo] Ο42 : το φύλλο της δάφνης, συνήθ. ως καρύκευμα.
[μσν. δαφνόφυλλον < δάφν(η) -ο- + φύλλον]
[Λεξικό Κριαρά]
- δαφνόφυλλον το.
-
- Φύλλο δάφνης:
- (Σταφ., Ιατροσ. 13352‑3).
[<ουσ. δάφνη + φύλλον. Η λ. τον 7. αι. (DGE) και σήμ. (‑ο)]
- Φύλλο δάφνης: