Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαφνόλαδο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαφνόλαδο το [δafnólaδo] Ο41 : λάδι (ή λιπαρή ουσία) που βγαίνει από τη συμπίεση των καρπών της δάφνης.

[μσν. δαφνόλαδο(ν) < δάφν(η) -ο- + λάδ(ι) -ο(ν) (πρβ. ελνστ. δαφνέλαιον)]

[Λεξικό Κριαρά]
δαφνόλαδον το· δαφνόλαδο.
  • Έλαιο που βγαίνει από τους καρπούς της δάφνης:
    • αμυγδαλόλαδον και δαφνόλαδον (Σταφ., Ιατροσ. 12345).

[<ουσ. δάφνη + λάδι. Ο τ. στο Du Cange (λ. λάδη) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες