Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαυλός ο [δavlós] Ο17 : επίμηκες ξύλο, αναμμένο ή μισοκαμένο, από αυτά που χρησιμοποιούσαν κυρίως για φωτισμό, αλλά και για θέρμανση ή για μαγείρεμα: Ξεχύθηκαν στους δρόμους με δαυλούς αναμμένους. Ο ~ του Kανάρη.
[μσν. δαυλός συμφυρ. αρχ. δαλός `δαυλός΄ & ελνστ. δαῦλον `μισοκαμένο ξύλο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- δαυλός ο.
-
- 1) Δαυλός:
- (Ασσίζ. 2237).
- 2) Ξύλο προορισμένο να καεί:
- βάστα τούτους τσι δαυλούς, προθυμερά τσι πιάσε (Θυσ. 740).
[<αρχ. ουσ. δαλός. Η λ. τον 6. αι. (DGE), στο Du Cange και σήμ.]
- 1) Δαυλός: