Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δασώδης, επίθ.
-
- Δασόφυτος:
- Ο τόπος ήτον ένυλος, δασώδης και αλσώδης (Βέλθ. 1198).
[μτγν. επίθ. δασώδης. Η λ. και σήμ.]
- Δασόφυτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασώδης -ης -ες [δasóδis] Ε11 : που καλύπτεται από δάση: Δασώδεις εκτάσεις.
[λόγ. < ελνστ. δασώδης]