Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασύς -εία -ύ [δasís] Ε7α : (γλωσσ.) που προφέρεται με παχιά πνοή: Δασείς φθόγγοι. Δασέα σύμφωνα. Δασύ πνεύμα. || (ως ουσ.) τα δασέα, τα δασέα σύμφωνα.
[λόγ. < αρχ. δασύς (δασέα σύμφωνα: δες Φ, Θ, Χ)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασύς -ιά -ύ [δasís] Ε7 : 1. που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα: Δασιά φρύδια / γένια. || που έχει πυκνό τρίχωμα: Δασιά στήθη. 2. που έχει πυκνό φύλλωμα: Δασύ φύλλωμα. Δασιά πλατάνια. || ~ ίσκιος, ίσκιος από δασύ φύλλωμα.
[αρχ. δασύς]