Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δασύθριξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δασύθριξ, επίθ.
  • Που έχει πυκνές τρίχες:
    • (Ερμον. Δ 231).

[μτγν. επίθ. δασύθριξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες