Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασοφύλακας ο [δasofílakas] Ο5 : υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας επιφορτισμένος με τη φύλαξη του δάσους.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φύλακας μτφρδ. γαλλ. guarde forestier]