Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δασμολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασμολογικός -ή -ό [δazmolojikós] Ε1 : που είναι σχετικός με τη δασμολόγηση ή με το δασμολόγιο: Δασμολογική νομοθεσία / πολιτική. Δασμολογικοί περιορισμοί. H δασμολογική εναρμόνιση της Ελλάδας με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δασμολογική κλίμακα.

[λόγ. δασμολογ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες