Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασμολογητέος -α -ο [δazmolojitéos] Ε4 : για εμπόρευμα που σύμφωνα με το δασμολόγιο υπόκειται σε πληρωμή δασμού.
[λόγ. δασμολογη- (δασμολογώ) -τέος]