Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασκαλεύω [δaskalévo] -ομαι Ρ5.2 : συμβουλεύω κπ. τι να πει και τι να κάνει σε δεδομένη στιγμή: H μάνα της τη δασκάλεψε πώς να μιλήσει / να φερθεί. Ήρθε δασκαλεμένος από το δικηγόρο του. || καθοδηγώ κπ. σε πράξεις που κανονικά θεωρούνται μεμπτές: Ποιος σε δασκάλεψε να πεις τέτοια ψέματα;
[μσν. δασκαλεύω < διδασκαλεύω < διδάσκαλ(ος) -εύω με απλολ. κατά το διδάσκαλος > δάσκαλος]