Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασκαλίστικος -η -ο [δaskalístikos] Ε5 : που συμπεριφέρεται με τρόπο σχολαστικό και στενοκέφαλο, που κάνει υποδείξεις και συστάσεις με ύφος που δε σηκώνει αντίλογο.
δασκαλίστικα ΕΠIΡΡ. [δάσκαλ(ος) -ίστικος]