Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασκάλεμα το [δaskálema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δασκαλεύω: Όπως κατάλαβες, τα δασκαλέματα της φιλενάδας σου δε σου βγήκαν σε καλό.
[μσν. διδασκάλεμα (με απλολ. κατά το διδάσκαλος > δάσκαλος) < διδασκαλεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]