Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαρμός ο [δarmós] Ο17 : (λογοτ.) το δάρσιμο.
[ελνστ. δαρμός (δες δέρνω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δαρμός ο· δραμός.
-
- 1)
- α) Ξυλοκόπημα:
- οι δαρμοί μάλιστα πρέπουσιν εις δούλους (Σοφιαν., Παιδαγ. 112)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- τον έδειρε πολύν δαρμόν (Αιτωλ., Μύθ. 12812)·
- β) (μεταφ.) βάσανο, ταλαιπωρία:
- μεριάν να ρίξει τους δαρμούς του παροπίσω χρόνου (Φλώρ. 806)·
- δαρμούς με δείρασιν οι έρωτες (Ερωτοπ. 627).
- α) Ξυλοκόπημα:
- 2) Θρήνος, οδυρμός:
- με λιγωμάρες και δαρμούς τον αποχαιρετούσα (Ερωτόκρ. Γ´ 1706· Τζάνε, Κρ. πόλ. 2493).
[<αόρ. του δέρω + κατάλ. ‑μός. Ο τ. (με μετάθεση του ρ) και σήμ. ποντ. (ΙΛ). Η λ. τον 4. αι. (DGE), στον Ησύχ. (λ. μάστιγας) και σήμ.]
- 1)