Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαρβινισμός ο [δarvinizmós] Ο17 : η θεωρία του Δαρβίνου για την καταγωγή και την εξέλιξη των ειδών.
[λόγ. < αγγλ. darwinism (ορθογρ. δαν.) < ανθρωπων. Darwin (Άγγλος φυσιοδίφης) -ism = -ισμός]