Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαπανώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαπανώ [δapanó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : 1. διαθέτω ένα χρηματικό ποσό για την πληρωμή, την αγορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας· ξοδεύω: Δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά για έργα υποδομής. Δαπάνησα πολλά σ΄ αυτό το ταξίδι. 2. (μτφ.) χρησιμοποιώ χωρίς μέτρο, σύνεση και οικονομία ένα αγαθό με συνέπεια να το αχρηστεύσω: Mη δαπανάς τον καιρό σου σε άσκοπες συζητήσεις, μη σπαταλάς. ~ χρόνο / δυνάμεις.

[λόγ. < αρχ. δαπανῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
δαπανώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Ξοδεύω:
      • δαπανήσαντες φλωρία πεντακόσια (Ιστ. πολιτ. 707).
    • 2) Σπαταλώ:
      • Κακώς εδαπανήσαμεν, Δέσποτα, τον καιρόν μας (Πένθ. θαν. 421).
    • 3) Φθείρω, καταστρέφω, κατατρώγω:
      • σάρκας οίμοι τας καλάς σκώληκες δαπανώσι (Διγ. Gr. 3647
      • Χοίρους εμβάζουν εις αυτό και δαπανούν τον σπόρον (Σπαν. P 124
      • (μεταφ.):
        • τα δάκρυα δαπανούν με (Διγ. Z 491).
  • II. (Μέσ.) φθείρομαι, εξαντλούμαι:
    • καίεται η καρδία του και πάντα δαπανάται (Αχιλλ. L 710· Αρμούρ. 86).

[αρχ. δαπανάω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες