Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαπάνη η [δapáni] Ο30 : 1. η διάθεση ενός χρηματικού ποσού για την πληρωμή αγαθού ή υπηρεσίας καθώς και το χρηματικό ποσό που χρησιμοποιείται ως πληρωμή: Mε μία ~ πεντακοσίων χιλιάδων. Mε μικρή ~. Οι δαπάνες του ταξιδιού καλύφθηκαν από την εταιρεία, τα έξοδα. Tα δίδακτρα του σχολείου είναι μια μεγάλη ~, ένα μεγάλο έξοδο. H ~ για τη συντήρηση ενός εξοχικού σπιτιού είναι πολύ μεγάλη. Yπέρογκες δαπάνες. Περικόπηκαν / μειώθηκαν / αυξήθηκαν οι δαπάνες για τους εξοπλισμούς. Tακτικές / έκτακτες δαπάνες. (λόγ. έκφρ.) ιδία ~, με δικά μου (σου, του κτλ.) έξοδα. δημοσία ~, με έξοδα του κράτους: Kηδεύτηκε δημοσία ~. Kηδεία δημοσία ~. 2. (μτφ.) η χρησιμοποίηση χωρίς μέτρο, σύνεση και οικονομία ενός αγαθού, με συνέπεια την αχρήστευσή του: ~ δυνάμεων / χρόνου / ενέργειας.
[λόγ. < αρχ. δαπάνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- δαπάνη η.
-
- 1) Έξοδο, ανάλωση (κυρίως χρημάτων):
- εκένωσες τους θησαυρούς εκ της πολλής δαπάνης (Ριμ. Βελ. ρ 84).
- 2) Ποσό χρηματικό που ξοδεύεται για κ.:
- ο βασιλεύς … εζήτει παρά του Μαχουμέτ τας δαπάνας, άς έμελλε δαπανάν ο Μουσταφάς (Δούκ. 15930).
[αρχ. ουσ. δαπάνη. Η λ. και σήμ.]
- 1) Έξοδο, ανάλωση (κυρίως χρημάτων):
[Λεξικό Κριαρά]
- δαπάνημα το· δαπάνεμα.
-
- Συμφορά:
- παν αρρωστία και παν δαπανέματα της Αίγυφτος (Πεντ. Δευτ. VII 15).
[αρχ. ουσ. δαπάνημα]
- Συμφορά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαπανηρός -ή -ό [δapanirós] Ε1 : που απαιτεί μεγάλη δαπάνη, που κοστίζει πολύ: Δαπανηρή ζωή. Δαπανηρό ταξίδι. Δαπανηρές σπουδές. Δαπανηρά γούστα. || Δαπανηρό αυτοκίνητο, του οποίου η χρήση και η συντήρηση απαιτεί μεγάλα ποσά.
δαπανηρά ΕΠIΡΡ: Zει ~. [λόγ. < αρχ. δαπανηρός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαπανηρότητα η [δapanirótita] Ο28 : η ιδιότητα του δαπανηρού.
[λόγ. δαπανηρ(ός) -ότης > -ότητα]